-
1 μηρυκάζοντα
μηρυκάζωchew the cud: pres part act neut nom /voc /acc plμηρυκάζωchew the cud: pres part act masc acc sg -
2 λόφουρος
A pack-animals, as horse, ass, mule, Arist.HA 491a1, GA 755b18, IG 12(1).677.23 (Rhodes, iv/iii B.C.); also called ὑποζύγια, Arist.Pr. 895b12 (cf. 15);τὰ ζυγὰ τῶν λ. Thphr.HP5.7.6
; opp. τὰ μηρυκάζοντα, ib.3.10.2, cf. 2.7.4. Arist.Pr.l.c.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > λόφουρος
-
3 μηρυκάζω
A chew the cud, Arist.HA 507a36, 632b1; τὰ μηρυκάζοντα ruminants, ib. 522b8, Thphr.HP3.10.2; of fishes, Arist.HA 632b8.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > μηρυκάζω
См. также в других словарях:
μηρυκάζοντα — μηρυκάζω chew the cud pres part act neut nom/voc/acc pl μηρυκάζω chew the cud pres part act masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μηρυκάζω — (ΑΜ μηρυκάζω, Α και μαρυκάζω, Μ και μαρουκάζω) (για τα χορτοφάγα ζώα) επαναφέρω την ήδη μασημένη τροφή στο στόμα και τήν ξαναμασώ νεοελλ. μτφ. επαναλαμβάνω στερεότυπα τα λόγια μου ή τα λόγια που κάποιος άλλος έχει ήδη πει αρχ. 1. (το ουδ. πληθ.… … Dictionary of Greek